πυργώνω

πυργώνω
πύργωσα, πυργώθηκα, πυργωμένος
1. περιβάλλω με πύργο.
2. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι πολύ ψηλό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυργώνω — πυργῶ, όω, ΝΜΑ [πύργος] 1. περιβάλλω ή περιφράσσω έναν τόπο με πύργους («λιπὼν ἐπύργωσ ἄστυ Θηβαίων τόδε», Ευρ.) 2. μτφ. καθιστώ κάτι ψηλό σαν πύργο με τη συσσώρευση πολλών αντικειμένων νεοελλ. παθ. πυργώνομαι σηκώνομαι ψηλά, ανυψώνομαι («κι… …   Dictionary of Greek

  • αναπυργώνω — 1. ανυψώνω κάτι στερεά σαν πύργο 2. (συνήθως με μτφ. σημασία) εξυψώνω, ανορθώνω, αναπτερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυργώνω. Η λ. αναπυργώ ( όω) μαρτυρείται από το 1879 στον καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας Περικλή Γρηγοριάδη] …   Dictionary of Greek

  • πυργώ — όω, ΜΑ βλ. πυργώνω …   Dictionary of Greek

  • πύργωση — η / πύργωσις, ώσεως, ΝΑ [πυργῶ] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυργώνω, ανύψωση με τη συσσώρευση αντικειμένων αρχ. η ανέγερση πύργου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”